- μονάζω
- (ΑΜ μονάζω) [μόνος]1. είμαι ή απομένω μόνος2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύωμσν.(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσαα) μοναχός, καλόγηροςβ) μοναχή, καλόγριαμσν.-αρχ.ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιάαρχ.1. γραμμ. (για λέξεις) α) απαντώ, υπάρχω μια φορά σε ένα μόνο χωρίοβ) είμαι απλόςγ) έχω ειδική δύναμηδ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι μόνος2) εξατομικεύω, περιορίζω3. πολλαπλασιάζω με τη μονάδα4. (το παθ.) μονάζομαιγίνομαι ένας.
Dictionary of Greek. 2013.